ολιγόκαρπος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγόκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει λίγους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καρπός].