ολοδάκτυλος
From LSJ
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
Greek Monolingual
ὁλοδάκτυλος, -ον (Α)
(για στίχο) αυτός που αποτελείται μόνο από δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + δάκτυλος.