ορφανοδικασταί
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
ὀρφανοδικασταί και, κατά κρητ. προφ., ὀρπανοδικασταί, οἱ (Α)
δικαστές που αναλάμβαναν υποθέσεις ορφανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + δικασταί].