Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οστεορραφία
Greek Monolingual
η ιατρ.σύνδεση τμημάτων σπασμένου οστού με μεταλλικό σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὀστέον / ὀστοῦν+ -ρραφία< -ρράφος<ραφή<ράπτω), πρβλ.αρτηριο-ρραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].