ουδών

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῖν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].