ουρανοδρόμος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-ο (Α οὐρανοδρόμος, -ον)
(για τα αστέρια) αυτός που διατρέχει τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + δρόμος.