ουριοδρομία

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

η
ναυτ. η πλεύση ιστιοφόρου πλοίου με τον άνεμο ούριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουριοδρόμος, απόδοση του αγγλ. running before the wind. H λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ιω. Πανταζίδη].