ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
(Μ πάλε)πάλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν), κατά τα επιρρ. σε -ε: άλλοτε, πότε, τότε.