πάλε

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

πάλε)
πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν), κατά τα επιρρ. σε -ε: άλλοτε, πότε, τότε.