πάνσας

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek (Liddell-Scott)

πάνσας: (= πάσας, γενικῆς πτώσεως ἑνικ. ἀριθ.) πέδα πάνσας σπουδᾶς, μετὰ πάσης σπουδῆς, Ἐπιγρ. Fαξίων Κρητῶν ἐν Τέῳ, L. et W. 65. Ἡ αὐτὴ γραφὴ καὶ ἐν Ἐπιγρ. Ῥαυκίων καὶ Πολυρρηνίων, αὐτόθι 62 καὶ 63, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμαν.