παλάτιον

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλάτιον: τό, = Λατιν. Palatium, ὁ Παλατῖνος λόφος, Διον. Ἁλ. 1. 31, κτλ.· -ἐντεῦθεν Πᾰλᾰτῖνος, η, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν λόφον τοῦτον, ὁ αὐτ. 2. 70.