παντομετάβολος

German (Pape)

[Seite 464] Alles umsetzend (?).

Greek (Liddell-Scott)

παντομετάβολος: -ον, ὁ τὰ πάντα ἀνταλλάσσων ἢ πωλῶν, Γλωσσ.