παραβομβώ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
-έω, Α
1. παράγω βόμβο κοντά σε κάποιον ή σε κάτι ή παράγω βόμβο μιμούμενος κάποιον ή κάτι
2. (το παθ.) παραβομβοῦμαι, -έομαι
ενοχλούμαι σε μεγάλο βαθμό από θόρυβο, από βόμβο.