πειθαναγκασμός
From LSJ
Greek Monolingual
ο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πείθαναγκάζω, το να πείθει κανείς κάποιον με βία ή με απειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειθαναγκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].
ο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πείθαναγκάζω, το να πείθει κανείς κάποιον με βία ή με απειλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πειθαναγκάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].