περίεργον

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Russian (Dvoretsky)

περίεργον: τό
1 чрезмерная изысканность (τῆς κόμης Luc.);
2 pl. пустяки (τὰ περίεργα πρᾶξαι NT).