περιόρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, anything surrounded by boundaries, enclosed place, Sch.Pi.O.13.62, Phot. s.v. οὐρούς.

German (Pape)

[Seite 585] τό, das Umgränzte, Bestimmte, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

περιόρισμα: τό, τὸ δι’ ὁρίων ὁριζόμενον, τόπος περίκλειστος, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 13. 62, Φώτ., Σουΐδ. ἐν λ. οὐρούς.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ περιορίζω
περίκλειστος τόπος.