πλατάρια

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
το κεφάλι, ο λαιμός, οι φτερούγες και τα εντόσθια πουλερικών μαγειρεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάτη + κατάλ. -άρι].