Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
πλῠτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ πλύνῃ τις, Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 1.