ποθίκων

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek (Liddell-Scott)

ποθίκων: (= προσήκων), μετοχ. Ἐπιγρ. Λεβαδείας, Bul. de cor. hel. IV, σ. 97 126· ― ποθίκωσαν (= προσήκουσαν). Ἀθην. τ. Θϳ σ. 361. ― Ὀρχομενοῦ Βοιωτ..., Συναγωγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.