ποικιλοειδής
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ειδής].
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
-ές, Α
αυτός που έχει ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ειδής].