πολεμοτρόφος

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υποθάλπει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος, + -τρόφος (< τρέφω)].