πολιάρχου, ὁ, = πολίαρχος 1, of Zeus, IPE12.183.10 (Olbia, ii A.D.).
πολιάρχης: ποιητ. πτολ-, ου, ὁ, = πολίαρχος, ἐπὶ τοῦ Διός, Συλλ. Ἐπιγρ. 2081. 10.
ὁ, ποιητ. τ. πτολιάρχης, Α(για τον Δία) πολίαρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -άρχης].