πολυσταύριο
From LSJ
Greek Monolingual
το / πολυσταύριον, ΝΜ
διακόσμηση με σταυρούς
νεοελλ.
1. (λειτ.) το επισκοπικό φελόνιο το οποίο, για να διακρίνεται από το φελόνιο τών ιερέων, διακοσμήθηκε με πολλούς σταυρούς ή γωνίες σε σχήμα Γ, τα λεγόμενα γάματα ή γαμμάδια, οι οποίες συναποτελούσαν πολλά σχήματα σταυρού
2. ο ζωστήρας τών μοναχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σταυρός + επίθημα -ιο(ν)].