πολύκλαρος

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλαρί].