ποταμογενής

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που γίνεται, που σχηματίζεται από τον ποταμό, ο προσχωσιγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θεο-γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Αντ. Κορδέλλα].