πρίμα

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. πρίμος.
(II)
και πρύμα Ν
επίρρ. βλ. πρίμος.