προικοσύμφωνο

Greek Monolingual

το / προικοσύμφωνον, ΝΜ
συμβόλαιο μεταξύ του γαμπρού και τών γονέων ή κηδεμόνων της νύφης ή και της ίδιας της νύφης, το οποίο περιείχε κατάλογο τών κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων τα οποία δίνονταν ως προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + σύμφωνο(ν)].