προικοσύμφωνον

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek (Liddell-Scott)

προικοσύμφωνον: τό, ὡς καὶ νῦν, ποιεῖν τὰ προικοσύμφωνα Γεώργ. Φραντζ. σ. 230, 8.