προωμοσία

English (LSJ)

ἡ, prosecutor's affidavit, Poll.8.55.

German (Pape)

[Seite 801] ἡ vorhergehender Eid, Poll. 8, 55.

Greek (Liddell-Scott)

προωμοσία: ἡ, «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατήγορος προομνύει ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν» Πολυδ. Η', 55, πρβλ. ἀντωμοσία.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προόμνυμι
(στο αττ. δίκ.) προδικαστική πράξη κατά την οποία ο κατήγορος υποχρεωνόταν να δώσει όρκο ότι όσα είχε καταγγείλει κατά του αντιδίκου του ήταν αληθινά.