πυκνοληψία

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. μορφή επιληψίας με πολύ συχνές προσβολές την ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyknolepsy (< πυκνός + -ληψία < -ληπτος < λαμβάνω)].