πυκνοποιώ

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
κάνω κάτι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + -ποιῶ].