πῆξε

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monotonic

πῆξε: Επικ. αντί ἔπηξε, γʹ ενικ. αορ. αʹ του πήγνυμι.