ρέον
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
(I)
-οντος, τὸ, Α
είδος ποτηριού, το ῥυτόν («ῥέοντα δώδεχ' ὧν τὰ μὲν δέκ' ἀργυρᾱ ἦν», Αστυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του ῥυτόν < ρ. ῥέω].
(II)
τὸ, ΜΑ
βλ. ρήο.