ραλλίδες
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια γερανό μορφών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rallidae < rallus (βλ. ράλλος) + κατάλ. -idae].