ρηνοφορεύς
From LSJ
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
Greek Monolingual
έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].
ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].