ριζοβόληση

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek Monolingual

η / ριζοβόλησις, -ήσεως, ΝΜ ριζοβολώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ.