σίγαση

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

η, Ν σιγάζω
επιβολή σιωπής σε κάποιον ή σε κάτι, κατασι'γαση («σίγαση τών παθών»).