σαβαρέν

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το, Ν
είδος γλυκίσματος, αλλ. μπαμπάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. savarin, από το όν. του Γάλλου πολιτικού και διάσημου γαστρονόμου Αnthelme Brillat Savarin].