σαφές

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Russian (Dvoretsky)

σᾰφές: τό
1 ясность, очевидность Eur., Plat.;
2 достоверность, истина (τὸ σ. σκοπεῖν Thuc.).