σμαρίδα

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

η / σμαρίς, -ίδος, ΝΑ
η μαρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης (πρβλ. και λ. μαρίδα)].