σπέλληξι

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek (Liddell-Scott)

σπέλληξι: «σπελέθοις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σπελέθοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπέλεθος.