σπειροχαιτίδες

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
(μικρβλ.) οικογένεια αρνητικών κατά Γκραμ σπειροειδών βακτηρίων της τάξης σπειροχαιτώδη.