στέρχανα
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Greek (Liddell-Scott)
στέρχανα: «περίδειπνον. Ἠλεῖοι» Ἡσύχ.
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
στέρχανα: «περίδειπνον. Ἠλεῖοι» Ἡσύχ.