στέρχανα

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402

Greek (Liddell-Scott)

στέρχανα: «περίδειπνον. Ἠλεῖοι» Ἡσύχ.