σταχτής

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί, Μ στάχτη
αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης.