στεγίτις

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέγος «πορνείο» + επίθημα -ῖτις].