στερεοχημεία
From LSJ
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
Greek Monolingual
η, Ν
χημ. κλάδος της χημείας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της διάταξης τών ατόμων τών χημικών ενώσεων στον χώρο και ειδικότερα τις περιπτώσεις στερεοϊσομέρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereochimie (< στερεός + χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Τηλ. Κομνηνό].