στιχάκι

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

το, Ν στίχος
υποκορ.
1. μικρός στίχος
2. στίχος δημοτικού ή λαϊκού δίστιχου.