στυγερότητα

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

Greek Monolingual

η, Ν στυγερός
το να είναι κάτι στυγερό, το να προκαλεί φρίκη, αποτροπιασμό και μίσος.