συγκαταρριπτέω

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Russian (Dvoretsky)

συγκαταρριπτέω: досл. свергаться вниз, перен. опускаться, снисходить, унижаться (τινι Diod.).