συμπονετικός

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.