ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ο, θηλ. συνδρομήτρια Ναυτός που καταβάλλει συνδρομή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδρομή + κατάλ. -της / -τρια. Το αρσ. συνδρομητής μαρτυρείται από το 1816 στον Δ. Γουζέλη, ενώ το θηλ. συνδρομήτρια από το 1880 στον Σ. Α. Κουμανούδη].